υπέρηχος — Ελαστική ταλάντωση ενός ορισμένου μέσου με συχνότητα ανώτερη των 15.000 20.000 Hz, δηλαδή ανώτερη από το πεδίο ακουστότητας του ανθρώπου (ήχος)· αν η συχνότητα είναι κατώτερη των 100.000 Hz, γίνεται αντιληπτή από ορισμένα χειρόπτερα, όπως π.χ.… … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπερηχογράφημα — το, Ν διάγραμμα που λαμβάνεται από την εξέταση με υπερήχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπέρηχος + γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω), πρβλ. καρδιο γράφημα] … Dictionary of Greek
υπερηχογράφος — ο, Ν συσκευή που χρησιμοποιεί υπερήχους για διαγνωστικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπέρηχος + γράφος*] … Dictionary of Greek
υπερηχογραφία — (Ιατρ.). Διαγνωστική μέθοδος που χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα υψηλής συχνότητας. Στη μαιευτική, οι εφαρμογές της ηχογραφίας είναι αρκετά πρόσφατες και επιτρέπουν στο γυναικολόγο να ελέγξει την εξέλιξη της κύησης από την αρχή της μέχρι τον τοκετό,… … Dictionary of Greek
υπερηχοθεραπεία — η, Ν ιατρ. η χρησιμοποίηση τών υπερήχων για θεραπευτικούς σκοπούς σε διάφορες περιπτώσεις, όπως λ.χ. νευραλγίες, μυαλγίες, διαταραχές τής κυκλοφορίας, και κυρίως σε παθήσεις τών οστών και τών αρθρώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπέρηχος + θεραπεία] … Dictionary of Greek
υπερηχοτομογραφία — η, Ν ιατρ. νέα διαγνωστική μέθοδος απεικόνισης τών ιστών τού σώματος, στην οποία, αντί ιοντίζουσας ακτινοβολίας, χρησιμοποιούνται υπέρηχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπέρηχος + τομογραφία] … Dictionary of Greek